νηπιόφρων — of childish mind masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιόφρονα — νηπιόφρων of childish mind masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιόφρονας — νηπιόφρων of childish mind masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιόφρονες — νηπιόφρων of childish mind masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιόφρονος — νηπιόφρων of childish mind masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νηπιοφροσύνη — νηπιοφροσύνη, ἡ (Μ) [νηπιόφρων] το φρόνημα, η σκέψη τών νηπίων, μωρία, ανοησία … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek